παραβλητός

παραβλητός
-ή, -ό / Α παραβλητός, -όν, ΝΑ [παραβάλλω]
αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραβλητός — comparable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητά — παραβλητός comparable neut nom/voc/acc pl παραβλητά̱ , παραβλητός comparable fem nom/voc/acc dual παραβλητά̱ , παραβλητός comparable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητόν — παραβλητός comparable masc acc sg παραβλητός comparable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητικός — ή, όν, Α [παραβλητός] 1. αυτός που παραβάλλει, που συγκρίνει 2. γραμμ. συγκριτικός. επίρρ... παραβλητικῶς Α 1. συγκριτικά 2. παράλληλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”